- εγγλέζικος
- -η, -ο1. αγγλικός.2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., εγγλέζικα, τα η αγγλική γλώσσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εγγλέζικος — η, ο 1. αγγλικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Εγγλέζικα η αγγλική γλώσσα 3. φρ. «εγγλέζικος ταμπάκος» πολύ ενοχλητικός άνθρωπος … Dictionary of Greek
ιγγλέζικος — η, ο εγγλέζικος … Dictionary of Greek